κονταροχτύπημα

κονταροχτύπημα
το, -ατος
το χτύπημα με κοντάρια, η κονταρομαχία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κονταροχτύπημα — και κονταροκτύπημα, το (Μ κονταροκτύπημα και κονταροχτύπημα) [κονταροχτυπώ] αγώνισμα με κοντάρια μεταξύ εφίππων, κατά το οποίο νικούσε εκείνος που έριχνε τον αντίπαλό του από το άλογο, αλλ. γιόστρα ή τζιόστρα …   Dictionary of Greek

  • γκιοστραδόρος — και γιοστραδόρος, ο αυτός που μετέχει σε κονταροχτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giostratore] …   Dictionary of Greek

  • γκιόστρα — (giostra).Ιταλική λέξη που χαρακτηρίζει είδος ιππικών αγώνων κατά τον Μεσαίωνα. * * * και γιόστρα, η (Μ τζόστρα) μονομαχία εφίππων, κονταροχτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giostra] …   Dictionary of Greek

  • κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… …   Dictionary of Greek

  • κοντάρεμα — το [κονταρεύω] αγώνας με κοντάρια, κονταροχτύπημα …   Dictionary of Greek

  • κονταροκτύπημα — το (Μ κονταροκτύπημα) βλ. κονταροχτύπημα …   Dictionary of Greek

  • κονταρομαχία — Είδος αγωνίσματος μεταξύ ευγενών και ιπποτών, που διεξαγόταν κυρίως στους μεσαιωνικούς χρόνους. Οι αντίπαλοι αγωνίζονταν έφιπποι, οπλισμένοι με δόρατα δίχως σιδερένια αιχμή. Για να αναδειχθεί κάποιος νικητής έπρεπε να ρίξει τον αντίπαλό του από… …   Dictionary of Greek

  • κονταροχτυπώ — και κονταροκτυπώ (Μ κονταροκτυπώ και κονταροχτυπῶ, άω) συμπλέκομαι σε κονταρομαχία, αγωνίζομαι σε κονταροχτύπημα, μετέχω σε ιππικό αγώνα με κοντάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάρι + κτυπῶ] …   Dictionary of Greek

  • ντζούστρα — ντζούστρα, ἡ (Μ) μονομαχία εφίππων, κονταροχτύπημα, αλλ. γκιόστρα ή γιόστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giostra] …   Dictionary of Greek

  • ξυλοκονταρία — η (Μ ξυλοκονταρία) το κονταροχτύπημα, η γκιόστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κονταριά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”